- αρδευτικός
- -ή, -όαυτός που χρησιμεύει στην άρδευση, στο πότισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρδευση. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρδευτικός, -ή — ό αυτός που συντελεί στην άρδευση, στο πότισμα: Στη χώρα μας γίνονται πολλά αρδευτικά έργα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άρδευση — Η τεχνητή προσαγωγή νερού στις καλλιέργειες, απαραίτητη για την ανάπτυξη των φυτών, ώστε να συμπληρωθεί το έλλειμμα που προέρχεται από την ανεπάρκεια των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων. Για την ά. χρησιμοποιούνται νερά που προέρχονται από πηγές,… … Dictionary of Greek
υδρευτικός — ή, ό / ὑδρευτικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑδρευτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύδρευση («υδρευτικό δίκτυο») 2. ο χρήσιμος ή ο κατάλληλος για ύδρευση αρχ. αρδευτικός … Dictionary of Greek
Γαλιλαία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της δυτικής Ασίας, στο σημερινό βόρειο Ισραήλ. Ορίζεται στα Β από τον ποταμό Λιτάνι (τον αρχαίο Λιτά), στα Α από τον Ιορδάνη και τη λίμνη της Τιβεριάδας, στα Δ από την πεδιάδα της ακτής της Μεσογείου και στα Ν από μια… … Dictionary of Greek